- αμαρτωλός
- -ή, -ό (AM ἁμαρτωλός, -όν)1. αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα ή αδίκημα2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) με την ίδια σημασίανεοελλ.1. αυτός που ρέπει προς την αμαρτία2. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλήανήθικη γυναίκα, πόρνηαρχ.αυτός που σφάλλει, που γελιέται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἁμαρτωλή*, υποχωρητικά].
Dictionary of Greek. 2013.